σελαχοειδης

σελαχοειδης
    σελαχοειδής
    2
    Arst. v. l. = σελαχώδης См. σελαχωδης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σελαχοειδης" в других словарях:

  • σελαχοειδής — ές, Ν 1. όμοιος με σελάχι 2. (το αρσ. ή το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) οι σελαχοειδείς ή τα σελαχοειδή ζωολ. οικογένεια, σύμφωνα με παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, ακανθοπτερύγιων ιχθύων τής ομοταξίας τών πλαγιοστόμων ή σελαχίων. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • πεταλόδους — ο, Ν (παλαιοντ.) σελαχοειδής ιχθύς τού περμίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petalodus < πέταλο + οδούς, οδόντος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»